θησαυροφύλακας

θησαυροφύλακας
ο (ΑΜ θησαυροφύλαξ)
φύλακας θησαυρού
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει θησαυροφυλάκιο
2. μτφ. αυτός που συντηρεί κάτι σαν θησαυρό («παθῶν θησαυροφύλακας», Παλαμ.)
μσν.
ταμίας και διαχειριστής κοινότητας, κράτους, ηγεμόνα κ.λπ.
αρχ.
πάπ. φύλακας δημόσιας αποθήκης σιτηρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θησαυροφύλακας — ο φύλακας θησαυρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θησαυροφύλακας — θησαυροφύλαξ treasurer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφυλακώ — θησαυροφυλακῶ, έω (Α) [θησαυροφύλακας] 1. αποταμιεύω 2. είμαι θησαυροφύλακας …   Dictionary of Greek

  • Κρόμγουελ, Τόμας — (Thomas Cromwell, Πότνεϊ 1485 – Λονδίνο 1540). Άγγλος πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά θησαυροφύλακας (1533), γραμματέας του βασιλιά (1534) και γενικός αντιπρόσωπος του θρόνου για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις (1535). Το 1536 διορίστηκε λόρδος… …   Dictionary of Greek

  • αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… …   Dictionary of Greek

  • βεστιάριος — βεστιάριος, ο (Μ) θησαυροφύλακας του κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vestiarius( ii) «ιματιοπώλης, ιματιοφύλακας», ουσιαστικοποιημένος τ. αρσ. του επιθ. vestiarius, a, um «ο σχετικός με τα ρούχα» < vestis ( is) «ένδυμα»] …   Dictionary of Greek

  • γαζοφύλαξ — γαζοφύλαξ, ο (AM) θησαυροφύλακας, ταμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάζα «θησαυρός» + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • δεφτερδάρης — ο όποιος κρατάει τα δεφτέρια, τα κατάστιχα (τίτλος τον οποίο είχε παλιότερα στην Τουρκία ο μέγας θησαυροφύλακας) …   Dictionary of Greek

  • διοικητής — ο (AM διοικητής, Α και θηλ. διοικήτρια) [διοικώ] αυτός που διοικεί ή διευθύνει μια υπηρεσία νεοελλ. 1. «γενικός διοικητής» αυτός που διευθύνει γενική διοίκηση 2. «στρατιωτικός διοικητής» εκείνος που ασκεί τις έκτακτες εξουσίες που απορρέουν από… …   Dictionary of Greek

  • ειδικός — ή, ό (AM εἰδικός, ή, όν) [είδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος») 2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο») νεοελλ. (αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός αυτός που έχει αποκτήσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”